Οι Πυθικοί Αγώνες (Δελφοί)

Εισαγωγή

Τα Πύθια ήταν οι δεύτεροι σημαντικότεροι μετά τα Ολύμπια πανελλήνιοι αγώνες, οι οποίοι σύμφωνα με την παράδοση καθιερώθηκαν από τον Απόλλωνα σε ανάμνηση του φόνου του Πύθωνα. Η τέλεση των αγώνων ξεκίνησε στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ., αν και ενδέχεται να προϋπήρχαν κάποιες εκδηλώσεις. Αρχικά οι αγώνες γίνονταν κάθε εννέα χρόνια – όσο το διάστημα που έλειψε ο Απόλλωνας, προκειμένου να εξαγνιστεί από το φόνο του Πύθωνα – με παιάνες για τον θεό συνοδευόμενους από κιθάρα. Οι αγώνες διεξάγονταν κοντά στην Κρίσα και το έπαθλο ήταν χρηματικό (αγών χρηματίτης).

Μετά τον Α’ Ιερό Πόλεμο αναδιοργανώθηκαν με βάση το πρότυπο των Ολυμπιακών Αγώνων και διεξάγονταν κάθε 4 χρόνια, κατά το τρίτο έτος των Ολυμπιάδων, τον μήνα Βουκάτιο (τέλη Αυγούστου) υπό την εποπτεία των Ιερομνημόνων.

Προετοιμασία

Οι ετοιμασίες για τους αγώνες ξεκινούσαν έξι μήνες πριν. Εννέα πολίτες των Δελφών, οι Θεωροί, πήγαιναν σε όλες τις ελληνικές πόλεις, όπου ανακοίνωναν την έναρξη των αγώνων, αφενός για να προσελκύσουν αθλητές και αφετέρου για να κηρύξουν την Ιερομηνία, την περίοδο της Ιερής Εκεχειρίας. Σκοπός της εκεχειρίας ήταν τόσο η προστασία των Θεωρών και των αθλητών που μετακινούνταν όσο και η προστασία του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς. Σε περίπτωση που μια πόλη είχε εμπλακεί σε πολεμικές συγκρούσεις ή σε ληστείες κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, όχι μόνον της απαγορευόταν η είσοδος στο Ιερό αλλά και κανένας από τους πολίτες της δεν επιτρεπόταν να μετέχει στους αγώνες ή να ζητήσει συμβουλές από το Μαντείο. Παράλληλα η εκεχειρία επέτρεπε στην Αμφικτυονία να επικεντρωθεί στην προετοιμασία των αγώνων, που περιλάμβανε την επισκευή και τον καλλωπισμό όλων των κτισμάτων του Ιερού, από τους ναούς μέχρι τους δρόμους και τις κρήνες.

Στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης εισήχθησαν για πρώτη φορά ιππικοί και γυμνικοί αγώνες με έπαθλο στεφάνι δάφνης, τα κλαδιά της οποία έκοβε από την παλαιότερη δάφνη των Τεμπών “παις αμφιθαλής” (Πλουτ., Ηθικά 1136α), ένας έφηβος δηλαδή του οποίου ζούσαν και οι δύο γονείς. Το πρόγραμμα και η διάρκεια των αγώνων δεν είναι επαρκώς γνωστά. Οι πληροφορίες προέρχονται κυρίως από τον Παυσανία (Φωκικά 7) και σύμφωνα με αυτές οι Πυθικοί Αγώνες από το 586 π.Χ. διαρκούσαν 6-8 μέρες και διεξάγονταν σε διάφορους χώρους εντός της Ιεράς Χώρας των Δελφών, ενώ αργότερα περιορίστηκαν στο στάδιο, το γυμνάσιο και το θέατρο.

Το πρόγραμμα

Οι τρεις πρώτες μέρες περιλάμβαναν τις θρησκευτικές τελετουργίες. Η τέταρτη μέρα ξεκινούσε με τους μουσικούς αγώνες, οι οποίοι τον πρώτο χρόνο περιλάμβαναν κιθαρωδία, αύληση και αυλωδία. Τους αυλωδούς τους κατάργησαν στη συνέχεια, ήδη από τη δεύτερη Πυθιάδα, γιατί θεωρήθηκε ότι τα θρηνητικά άσματα δεν ταίριαζαν σε μια τέτοια γιορτή. Αργότερα, κατά τον 5ο αι. π.Χ. προστέθηκε αγώνας ζωγραφικής, τον 4ο αι. π.Χ. χορού και κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο δραματικοί αγώνες, οπότε και αυξήθηκε η διάρκεια των μουσικών αγώνων.

Την προτελευταία μέρα άρχιζαν οι αθλητικοί αγώνες: τέσσερα αγωνίσματα δρόμου (στάδιο, δίαυλος, δόλιχος και οπλίτης δρόμος), πάλη, πυγμαχία, παγκράτιο και τέλος πένταθλο. Η καθιέρωση των αγωνισμάτων αυτών έγινε σταδιακά στη διάρκεια των χρόνων.

Το ίδιο συνέβη και με τα αγωνίσματα της τελευταίας μέρας, που ήταν αφιερωμένη στους ιππικούς αγώνες, οι οποίοι σταδιακά περιλάμβαναν: αρματοδρομία, συνωρίδα (άρμα που έσερναν δύο άλογα), τέθριππο πώλων (άρμα με τέσσερις άλογα), δρόμο με πώλο (αγώνα με άλογο χωρίς άρμα).

Πίνδαρος, ο ποιητής των αγώνων

Γεννήθηκε στις Κυνός Κεφαλές, συνοικισμό της Θήβας, το 522 ή το 518 π.Χ. Ο ίδιος αναφέρει ότι η γέννησή του συνέπεσε με τη γιορτή των Πυθίων (Vita Ambrosiana, frgm. 193), αλλά δεν είναι σίγουρο αν πρόκειται για τα Πύθια του 522 ή του 518 π.Χ. Άγνωστη είναι και η χρονολογία θανάτου του. Από τη χρονολόγηση του τελευταίου σωζόμενου ποιήματος οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι πέθανε γύρω στο 446 π.Χ. Ολοκλήρωσε την ποιητική του εκπαίδευση τόσο στη Θήβα όσο και στην Αθήνα. Εξαιτίας της φήμης του, το σπίτι του έγινε ένα από τα αξιοθέατα των αρχαίων Θηβών και ο Αρριανός αναφέρει ότι ο Μέγας Αλέξανδρος, ως ένδειξη τιμής προς τον ποιητή, το εξαίρεσε από την καταστροφή με την οποία τιμώρησε το 335 π.Χ. την υπόλοιπη πόλη (Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις 1.9.10).

Ο Πίνδαρος ασχολήθηκε με τη χορική λυρική ποίηση. Από τα σωζόμενα έργα του το μεγαλύτερο όγκο αποτελούν τα Επινίκια, χορωδιακά άσματα που ψάλλονταν στην πατρίδα του νικητή κατά τον εορτασμό της επιτυχίας του ή ακόμα και στον χώρο διεξαγωγής των αγώνων.

Η ελληνική αριστοκρατική τάξη του πρώτου μισού του 5ου αι. π.Χ., κυρίως οι τύραννοι της Σικελίας και η συντηρητική αριστοκρατική τάξη της Αίγινας, ήταν οι βασικοί πελάτες του ποιητή, βρίσκοντας σ’ αυτόν έναν εξαίρετο υμνητή των παλαιών αριστοκρατικών αξιών που απειλούνταν, ιδιαίτερα σε μια εποχή σημαντικών πολιτικών αλλαγών.

Η εξύμνηση της αθλητικής επιτυχίας του νικητή και της αρετής του, της οικογένειάς του και της περιουσίας του αποτελεί την αφορμή για την εξύμνηση των αριστοκρατικών αξιών. Ο έπαινος του νικητή ενισχύεται, καθώς πλέκεται με το μύθο, πράγμα όμως που δυσχεραίνει ιδιαίτερα την κατανόηση του περιεχομένου και προϋποθέτει ένα καλά ενημερωμένο κοινό. Ο ποιητής χρησιμοποιεί τα ποιήματά του όχι μόνο για να μιλήσει για τις νίκες που κέρδισε ο παραγγελιοδόχος του και για την ευρύτερη οικογένεια του νικητή, αλλά και για να τονίσει το παρελθόν της οικογένειας και τις διασυνδέσεις της πανελλαδικά. Στα Επινίκιά του ο Πίνδαρος περιλαμβάνει γνωμικά αποφθέγματα, συχνά σύντομα και πνευματώδη, διάσπαρτα μέσα στο ποίημα ως γενικά σχόλια για την ανθρώπινη ύπαρξη, τις ιδιοτροπίες της τύχης και, συχνά, ηθικοπλαστικές παρατηρήσεις.

Οι επινίκιοι ύμνοι, 45 σωζόμενοι, αναφέρονται σε νικητές των τεσσάρων διασημότερων πανελλήνιων αθλητικών αγώνων και χωρίζονται σε τέσσερις ομάδες: Ολυμπιόνικοι, Νεμεόνικοι, Πυθιόνικοι και Ισθμιόνικοι. Οι Πυθιόνικοι αποτελούνται από 12 ωδές.

Οι Πυθικοί αγώνες διεξάγονταν μέχρι το 393/4 μ.Χ., οπότε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α’ τους απαγόρευσε.

Άλλες τελετές

Εκτός από τους Πυθικούς αγώνες, οι επιγραφές μας μιλούν και για άλλους αγώνες που λάμβαναν χώρα στους Δελφούς, τα Σωτήρια. Όπως μαρτυρεί το όνομά τους, ήταν αγώνες που θεσμοθετήθηκαν επ’ ευκαιρία της απόκρουσης κάποιων εχθρών. Η αξιομνημόνευτη αυτή νίκη δεν είναι άλλη από αυτήν των Αιτωλών και των συμμάχων τους εναντίον των Γαλατών. Τα Σωτήρια αρχικά εορτάζονταν ετησίως, περιλάμβαναν μουσικούς, χορευτικούς και δραματικούς αγώνες και πρόσφεραν χρηματικά έπαθλα στους νικητές (“αγών χρηματίτης”). Για αρκετά χρόνια την ευθύνη της διοργάνωσής τους είχε η Αμφικτυονία, όμως περί το 244 π.Χ. τα ηνία πήραν οι ίδιοι οι Αιτωλοί, οι οποίοι και αναμόρφωσαν τους αγώνες: στο εξής η διοργάνωση λάμβανε χώρα κάθε πέντε χρόνια, ήταν αγώνες μουσικοί, γυμνικοί και ιππικοί, ενώ το έπαθλο ήταν πια δάφνινο στεφάνι. Τα Σωτήρια ενδέχεται να σταμάτησαν τον 1ο αιώνα π.Χ., ίσως στον απόηχο της καθόδου του Σύλλα το 86 π.Χ., που επέφερε και διακοπή των Πυθίων.

Φαίνεται πως από τον ύστερο 3ο και πάντως από τον 2ο αιώνα π.Χ. οι Αμφικτύονες ήταν δεκτικοί στη θεσμοθέτηση και νέων αγώνων, αρκεί αυτός που τους εισηγούνταν να μπορούσε και να τους χρηματοδοτήσει. Έτσι, γνωρίζουμε ότι τελούνταν αγώνες προς τιμήν των βασιλέων της Περγάμου, και συγεκριμένα τα Αττάλεια και τα Ευμένεια, τα οποία όμως επιχορηγούνταν από τους ίδιους τους βασιλείς. Ακόμη όμως κι ένας πλούσιος πολίτης της Καλυδώνας, ο Αλκήσιππος, με μια δωρεά σε χρυσό και άργυρο απέκτησε από το 182/1 π.Χ. τη δική του ετήσια γιορτή, τα Αλκησίππεια, τα οποία, αν και δεν περιλάμβαναν αγώνες, αποτελούνταν από τελετουργική πομπή, θυσία και δημόσιο γεύμα.

Εκτός από τις τακτικές εορταστικές εκδηλώσεις, υπήρχαν και έκτακτες, που διοργανώνονταν επ’ ευκαιρία εξαιρετικών γεγονότων. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση ήταν οι αθηναϊκές Πυθαϊδες, για τις οποίες τόσο εύγλωττα μιλούν οι επιγραφές του Θησαυρού των Αθηναίων. Γνωρίζουμε τέσσερις Πυθαϊδες που έλαβαν χώρα στο διάστημα 138-98 π.Χ. Και οι τέσσερις περιλάμβαναν τελετουγική πομπή από την Αθήνα στους Δελφούς, επικεφαλής της οποίας βρίσκονταν επιφανείς πολίτες, θυσίες και τελετουργίες και, τέλος, ιππικούς και μουσικούς αγώνες. Οι επιγραφές με τους ύμνους στον Απόλλωνα που σώθηκαν στο νότιο τοίχο του Θησαυρού των Αθηναίων χαράχτηκαν ακριβώς με αφορμή τις Πυθαϊδες αυτές.

Πηγή: Delphi.culture.gr