Πηγή: Delphi.culture.gr
(Εφορεία Αρχαιοτήτων Φωκίδας)
Ανάμεσα στις επιγραφές από τις οποίες είναι κατάγραφος ο νότιος τοίχος του Θησαυρού των Αθηναίων και οι οποίες στην πλειονότητά τους διασώζουν τιμητικά ψηφίσματα για τους πολίτες της Αθήνας, ξεχωρίζουν δύο επιγραφές που προκάλεσαν το ενδιαφέρον των ερευνητών αρχικά, καθώς φάνηκε ότι αποτελούσαν ποιητικά κείμενα. Προσεκτικότερη μελέτη έδειξε ότι επρόκειτο για δύο αρχαίους ύμνους στον Απόλλωνα, από τους πενήντα περίπου γνωστούς ύμνους της αρχαίας Ελλάδας. Η συνεξέταση και άλλων επιγραφών από τον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών αποκάλυψε ότι οι ύμνοι συντέθηκαν από τον αοιδό Αθήναιο, γιο του Αθηναίου και τον μουσικό Λιμένιο, γιο του Θοίνου. Οι ύμνοι συντέθηκαν με αφορμή την Πυθαϊδα του 128 π.Χ., την τελετουργική πομπή των Αθηναίων προς τους Δελφούς. Γνωρίζουμε ότι ο ένας από τους δύο ύμνους βραβεύθηκε.
Ανάμεσα στους στίχους διακρίνονται μουσικά σύμβολα, τα οποία μπόρεσαν να ερμηνευθούν από τους ειδικούς μουσικολόγους χάρη σε μία πραγματεία του Αλύπιου, μουσικογράφου της Ύστερης Αρχαιότητας (3ος αιώνας μ.Χ.). Ο πρώτος παιάνας αποτελούνταν από τέσσερις στροφές, εκ των οποίων οι τρεις σώζονται. Ο δεύτερος ήταν πολύ μεγαλύτερος, είχε εννέα στροφές και έκλεινε με “προσώδιον”, δηλαδή έναν θριαμβευτικό επίλογο.
Το θέμα των παιάνων είναι φυσικά σχετικό με τα διάφορα περιστατικά από τη ζωή του θεού, όπως η γέννησή του, η έλευσή του στους Δελφούς κλπ. Εξυμνείται ακόμη και η συμβολή του θεού στην απόκρουση των Γαλατών,
Οι ύμνοι αυτοί αποτέλεσαν άμεσα αντικείμενο ενασχόλησης των μουσικολόγων και έχουν γίνει πολλές προσπάθειες ερμηνείας τους με απομιμήσεις αρχαίων οργάνων. Η πρώτη φορά που ερμηνεύθηκαν μουσικά ήταν το 1894, έναν μόλις χρόνο μετά την ανακάλυψή τους, στο διεθνές αθλητικό συνέδριο για την καθιέρωση των Ολυμπιακών Αγώνων.